- χειμοθνής
- -ῆτος, ὁ, ἡ, Ακοκαλωμένος από το κρύο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -θνής (< θ. θνᾶ- / θνη- τού θνῄσκω), πρβλ. ἀνδρο-θνής, λιμο-θνής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek